υλικός

υλικός
-ή, -ό / ὑλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὕλη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.)
2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον άφθαρτο (α. «ἐξ ἀσωμάτου καὶ ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου ψυχῆς, καὶ ἐξ ὑλικοῡ καὶ ὁρωμένου τετραστοίχου σώματος συγκείμενον», Γρηγ. Νύσσ.)
3. σαρκικός, σωματικός, σε αντιδιαστολή με τον ψυχικό και τον πνευματικό (α. «υλικές απολαύσεις» β. «πολὺν παρέχει περισπασμὸν τῇ ψυχῇ ἡ τῶν ὑλικῶν πραγμάτων φροντίς τε καὶ ἐπιμέλεια», Βασ.)
4. φρ. «υλική αιτία»
(κατά τον Αριστοτ.) η ύλη από την οποία είναι δημιουργημένο ένα πράγμα, όπως λ.χ. ένα κομμάτι μπρούντζου για την κατασκευή ενός αγάλματος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. η ύλη από την οποία αποτελείται ή είναι κατασκευασμένο κάτι ή από την οποία μπορεί να κατασκευαστεί ή να παραχθεί κάτι (α. «κύριο υλικό τής κατασκευής αυτής είναι το γυαλί» β. «δομικά υλικά» γ. «στα φαγητά και στα γλυκά του χρησιμοποιεί πάντοτε αγνά υλικά»)
2. φρ. α) «αναλώσιμα υλικά»
(τεχνολ.-οικον.) τα υλικά που χρησιμοποιούνται και ενσωματώνονται σε ένα προϊόν
β) «αδρανή υλικά»
τεχνολ. βλ. αδρανής
γ) «ανακύκλιση [ή ανακύκλωση] υλικών»
τεχνολ. η ανάκτηση και επαναφορά σε χρήση υλικών που προέρχονται από μεταχειρισμένα προϊόντα
δ) «αντοχή υλικών»
φυσ. κλάδος τής εφαρμοσμένης μηχανικής, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και εκτίμηση τών καταπονήσεων και παραμορφώσεων και, γενικά, τής συμπεριφοράς τών υλικών υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων, για την εξασφάλιση τής αντοχής και τής ευστάθειας τών κατασκευών στις οποίες χρησιμοποιούνται τα υλικά αυτά
ε) «έμψυχο υλικό»
στρ. το σύνολο τών ανδρών στρατού, στόλου ή αεροπορίας
στ) «άψυχο υλικό»
στρ. ο οπλισμός, τα μεταφορικά μέσα, οι τροφές, τα τηλεπικοινωνιακά μηχανήματα
ζ) «υλικό πολέμου» — τα αναγκαία για τον πόλεμο
η) «τροχαίο υλικό»
τεχνολ. βλ. τροχαίος
μσν.-αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλικά
τα πράγματα που αποτελούνται από ύλη (α. «ἡ θεία σοφία γινώσκουσα, γνώσεται πάντα, ἀΰλως τὰ ὑλικά, καὶ ἀμερίστως τὰ μεριστά», Διον. Αρεοπ.
β. «διὰ ψευδολογίας καὶ τῆς πολλῆς περὶ τὰ ὑλικὰ προσπαθείας οὐδὲ ἔτι τῶν μεγάλων θεωρεῑν ἠνέσχοντο», Βασ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. ξύλινη κατασκευή, ξύλινο τμήμα έργου («εἰς τὰν ἐπισκευὰν τῶν τάφων κ[αἱ τοῡ] ὑλικοῡ», επιγρ. Ρόδου).
επίρρ...
υλικώς / ὑλικῶς ΝΜΑ, και υλικά Ν
με υλικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑλικός — ὑ̱λικός , ὑλίζω filter perf part act neut nom/voc/acc sg ὑ̱λικός , ὑλικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη (σε αντιδιαστολή με το πνεύμα και την ψυχή), ο γήινος, ο φθαρτός: Υλικά αγαθά. 2. σαρκικός, υλιστικός, αισθητικός: Υλικές απολαύσεις. 3. το ουδ. ως ουσ., υλικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑλικά — ὑλικόν of neut nom/voc/acc pl ὑ̱λικά , ὑλικός of neut nom/voc/acc pl ὑ̱λικά̱ , ὑλικός of fem nom/voc/acc dual ὑ̱λικά̱ , ὑλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικώτερον — ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of adverbial comp ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of masc acc comp sg ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενύλικος — ἐνύλικος, ον (Μ) [εν + υλικός] υλικός, αναφερόμενος στην ύλη …   Dictionary of Greek

  • καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… …   Dictionary of Greek

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ὑλικωτάτας — ὑ̱λικωτάτᾱς , ὑλικός of fem acc superl pl ὑ̱λικωτάτᾱς , ὑλικός of fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικωτάτων — ὑ̱λικωτάτων , ὑλικός of fem gen superl pl ὑ̱λικωτάτων , ὑλικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικωτέρα — ὑ̱λικωτέρᾱ , ὑλικός of fem nom/voc/acc comp dual ὑ̱λικωτέρᾱ , ὑλικός of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”